- φθάσαντα
- φθάνωcomeaor part act neut nom/voc/acc plφθάνωcomeaor part act masc acc sgφθάζωaor part act neut nom/voc/acc plφθάζωaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθάσαντ' — φθάσαντα , φθάνω come aor part act neut nom/voc/acc pl φθάσαντα , φθάνω come aor part act masc acc sg φθάσαντι , φθάνω come aor part act masc/neut dat sg φθάσαντε , φθάνω come aor part act masc/neut nom/voc/acc dual φθάσαντο , φθάνω come aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek